υστερόχρονος

υστερόχρονος
-η, -ο
επίρρ. που γίνεται ύστερα, ο μεταγενέστερος, ο νεότερος, ο κατοπινός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υστερόχρονος — η, ο / ὑστερόχρονος, ον, ΝΜ αυτός που γίνεται μετά από κάποιον άλλο, μεταγενέστερος. επίρρ... υστερόχρονα Ν σε μεταγενέστερο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + χρονος (< χρόνος), πρβλ. προτερό χρονος, πρωτόθρονος] …   Dictionary of Greek

  • ὑστερόχρονον — ὑστερόχρονος later in time masc/fem acc sg ὑστερόχρονος later in time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερόχρονοι — ὑστερόχρονος later in time masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγενέστερος — η, ο (ΑM μεταγενέστερος, έρα, ον) 1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον… …   Dictionary of Greek

  • υστερογενής — ές / ὑστερογενής, ές, ΝΜΑ υστερόχρονος, μεταγενέστερος νεοελλ. 1. αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή μετά τον θάνατο τού πατέρα 2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον πρωτότοκο αδελφό, δευτερότοκος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερογενές το τέλος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • υστεροχρονία — ἡ, Μ [ὑστερόχρονος] χρόνος μεταγενέστερος άλλου …   Dictionary of Greek

  • υστεροχρονώ — έω, Α είμαι υστερόχρονος, μεταγενέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + χρονῶ (< χρόνος < χρόνος), πρβλ. συγ χρονῶ, ὑπερ χρονῶ] …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”